- μάνιτα
- η1) гнев; ярость; 2) воен, боевой пыл
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μάνιτα — η (Μ μάνιτα) βλ. μάνητα … Dictionary of Greek
μάνητα — και μάνιτα, η (Μ μάνητα και μάνιτα) 1. οργή, θυμός 2. μανία, λύσσα 3. κακία, μίσος 4. ερωτικό πάθος 5. πολεμικό μένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάνη + κατάλ. ητα (πρβλ. νεότη > νεότητα). Ο τ. με ι κατά το χάριτα] … Dictionary of Greek
μήνις — η (Α μῆνις και δωρ. και αιολ. τ. μᾱνις) σφοδρή και παρατεταμένη οργή, διαρκής θυμός, μάνιτα («μῆνιν ἄειδε, θεά...», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται με το μένω ή αυτή που συνδέει τη λ. με το μένος… … Dictionary of Greek